Γανυμήδεος

Γανυμήδεος
Γανυμήδης
masc gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευχαίτης — εὐχαίτης, ὁ (Α) 1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.) 3. ως επίθ. τού Διονύσου και τού Άδη 4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”